ληιβοτήρ

ληιβοτήρ
ληϊβοτήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. ληϊβότειρα (Α)
αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει τα σπαρτά («πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι συὸς ὣς ληϊβοτείρης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊον «σπαρτά στην ακμή τους» + -βοτήρ (< θ. βο- τού βόσκω), πρβλ. μηλο-βοτήρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ληιβοτήρ — crop consuming masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιβοτείρης — ληιβοτήρ crop consuming fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιβοτείρῃ — ληιβοτήρ crop consuming fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιβότειρα — ληιβοτήρ crop consuming fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιβότειραν — ληιβοτήρ crop consuming fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”